- ετερογαμία
- Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των δύο φύλων, έτσι ώστε να διακρίνεται ο αρσενικός από τον θηλυκό γαμέτη (σπερματοζωάριο-ωάριο) ή –αν πρόκειται για μονοκύτταρο οργανισμό– το αρσενικό από το θηλυκό άτομο. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται ως ισογαμία αν οι συναπτόμενοι γαμέτες είναι ίσοι στο μέγεθος και όμοιοι στη μορφή.
Η ε. συναντάται μεταξύ των πρωτοζώων στην ομοταξία των σποροζώων και είναι συνήθης στα μετάζωα.
Η ε. δεν πρέπει να συγχέεται με τον ετερογαμετισμό, που παρατηρείται σε εκείνο το φύλο που υπάρχουν δύο τύποι ώριμων γαμετών με διαφορετικά φυλετικά χρωμοσώματα, όπου το ένα είναι το χρωμόσωμα X και το άλλο ή λείπει ή είναι το χρωμόσωμα Υ. Το αντίθετο φύλο, στο οποίο όλοι οι ώριμοι γαμέτες είναι του ίδιου τύπου με ένα χρωμόσωμα X, καλείται ομογαμετικό και το φαινόμενο ομογαμετισμός. Στον άνθρωπο και σε πολλά ζώα ετερογαμετικό είναι το αρσενικό φύλο (σπερματοζωάρια με X και σπερματοζωάρια με Υ χρωμόσωμα)· στις πεταλούδες και στα πτηνά συμβαίνει το αντίθετο. Συνεπώς, ο ετερογαμετισμός βρίσκεται σε συνάρτηση με τον καθορισμό του φύλου.
Ε. στα φυτά είναι ο τρόπος εγγενούς αναπαραγωγής κατά τον οποίο οι δύο γαμέτες διαφέρουν μορφολογικά – αντίθετα με την ισογαμία, όπου οι γαμέτες είναι όμοιοι. Η ε. μπορεί να είναι ανισογαμία ή ωογαμία. Στην πρώτη περίπτωση οι γαμέτες διαφέρουν μόνο στο μέγεθος: χαρακτηρίζει πολλά χλωροφύκη και άλλες ομάδες φυκών. Στην ωογαμία οι γαμέτες διαφέρουν τόσο στο μέγεθος όσο και στη μορφή. Ο θηλυκός γαμέτης λέγεται ωοκύτταρο και ο αρσενικός, που είναι μικρότερος και ευκίνητος, ονομάζεται σπερματοζωίδιο. Χαρακτηρίζει τα βρυόφυτα και τα τραχεόφυτα. Συναντάται επίσης σε μερικές ομάδες φυκών και μυκήτων.
Ωάριο αστερία με αρσενικούς γαμέτες γύρω γύρω: τα γεννητικά κύτταρα των δύο φύλων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (ανισογαμία). Δεξιά, ισογαμία σε ένα φυτομαστιγοφόρο: οι γαμέτες των δύο φύλων είναι ίσοι στο μέγεθος και όμοιοι στη μορφή.
* * *η (Μ ἑτερογαμία)νεοελλ.1. ένωση μεταξύ δύο διαφορετικών γαμετών2. διασταυρούμενη γονιμοποίηση ή ετερογονιμοποίησημσν.ο δεύτερος γάμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. προήλθε από το ετερόγαμος, ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειοπρβλ. αγγλ. heterogamy < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -gamy (πρβλ. -γαμία)].
Dictionary of Greek. 2013.